απαγοητεύω

απαγοητεύω
εσφαλμ. τ. αντί απογοητεύω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”